- ἠπειρογενής
- ἠπειρο-γενής, ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ηπειρογενής — ἠπειρογενής, ές (Α) ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + γενής < γένος (πρβλ. γη γενής, ομο γενής)] … Dictionary of Greek
ἠπειρογενές — ἠπειρογενής born masc/fem voc sg ἠπειρογενής born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek